- τροφοσυλλέκτης
- ο, Ν(σε πρωτόγονους πολιτισμούς) αυτός που αναζητεί και βρίσκει την τροφή του μόνος του, ο κυνηγός ή ο ψαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + συλλέκτης (< συλλέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek